- ἐπικατακλίνω
- ἐπι-κατα-κλίνω, darauf niederlegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικατακλίνω — ἐπικατακλίνω (Α) 1. κάνω κάτι να γύρει πάνω σε κάτι άλλο 2. παρουσιάζω, συστήνω κάποιαν ως εταίρα … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek